βροντεῖον

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

τό,

   A engine for making stage-thunder, Poll.4.130.

German (Pape)

[Seite 464] τό, Donnermaschine auf dem Theater, Poll. 4, 130.

Greek (Liddell-Scott)

βροντεῖον: τό, μηχανὴ πρὸς παραγωγὴν βροντῶν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ θεάτρου, Πολυδ. Δ΄, 130.

Spanish (DGE)

-ου, τό
aparato para imitar en la escena el ruido del trueno Poll.4.130.

Greek Monolingual

βροντεῑον, το (Α) βροντή
μηχάνημα του αρχαίου θεάτρου για την παραγωγή βροντής.