αψέντι

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. η αψιθιά
2. οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται από φύλλα αψιθιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. absinthe < λατ. absinthium < αρχ. αψίνθιον, υποκορ. του άψινθος].