βλιτομάμμας

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

or βλῐτο-μάμας, ου, ὁ,

   A booby, Ar.Nu.1001, cf. Phryn. PSp.55 B.

German (Pape)

[Seite 449] ὁ, Ar. Nubb. 908 (auch -μάμας geschr.), der wie ein Kind immer die Mutter ruft, dummer Lasse, Dummkopf; vgl. B. A. 31. Nach Hesych. auch βλίτων, fem. βλιτάς.

Greek (Liddell-Scott)

βλιτομάμμας: ἢ -μάμας, ου, ὁ, εὐήθης, ἴδε ἐν λ. βληχητά· συγγενὴ εἶναι τὰ μαμμάκυθος, συκομάμμας

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
grand sot, grand niais, « le chéri à sa maman ».
Étymologie: litt. qui tète encore sa mère, de βλίττω, μάμμη.

Spanish (DGE)

(βλῐτομάμμας) -ου, ὁ tonto de baba σε καλοῦσι βλιτομάμμαν Ar.Nu.1001, cf. Phryn.PS 55, Sch.Pl.Alc.1.118e.

Greek Monolingual

βλιτομάμμας (-ου), ο (Α)
χαζός, μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλίτον + μάμμη.