βιβλιοχαρτοπώλης

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ιδιοκτήτης βιβλιοχαρτοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + χαρτοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].