γεραιόφλοιος

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ον,

   A with old, wrinkled skin, σῦκα AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 485] mit alter, runzlicher Rinde, σῦκα Philip. 20 (VI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

γεραιόφλοιος: -ον, ἔχων πεπαλαιωμένον, ἐρρυτιδωμένον φλοιόν, δέρμα, Ἀνθ.II. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la peau ridée.
Étymologie: γεραιός, φλοιός.

Spanish (DGE)

-ον
de piel vieja, e.d. arrugada σῦκα AP 6.102 (Phil.).

Greek Monolingual

γεραιόφλοιος, -ον (Α)
(για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες.