ἀμφιδύω (ΑΜ) δύωμσν.ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τον ντύνωαρχ.μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»].