ἔδεθλον
English (LSJ)
τό,
A = ἔδαφος, Antim.28, Call.Ap.73, Lyc.987, A.R.4.331; τὰ χρυσόπαστα δ' ἔδεθλα should be read (with Auratus) in A.Ag.776 for ἐσθλά. II precinct, shrine, SIG364.21 (Ephesus, iii B. C.); τόδε νάσω ἔ. Epigr.Gr.978.9 (Philae).
German (Pape)
[Seite 715] τό, Grund, Grundlage, bes. Tempel; Δήμητρος Antimach. 17; Paus. 8, 25, 4; Ap. Rh. 4, 330.
Greek (Liddell-Scott)
ἔδεθλον: τό, = ἔδαφος, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 87, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 331· τόδε νάσω ἔδ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 4923. 9· τὰ χρυσόπαστα δ’ ἔδεθλα, πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ κατὰ τὸν Αὐρᾶτον (Auratus) ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 776 ἀντὶ ἐσθλά.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fondement d’un temple ; temple.
Étymologie: ἕδος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 morada, sede χρυσόπαστα ... ἔδεθλα A.A.776, cf. Antim.33, Call.Ap.72, Lyc.987, Nonn.Par.Eu.Io.2.23, Eudoc.Cypr.2.23, ἱερὸν ἔ. recinto sagrado A.R.4.331
•templo, santuario de Ártemis en Éfeso IEphesos 4.21 (III a.C.), de Isis en File IPh.142.9 (I a.C.).
2 tierra, lugar ἀφνειὸν ἔδεθλον D.P.356.
• Etimología: De *sed- c. suf. -εθλον y disim. de aspiración.
Greek Monolingual
ἔδεθλον, το (Α)
1. θεμέλιο, βάση
2. οίκημα, ιερό οίκημα, ναός
3. περιοχή, έκταση γης.