A approach, dub. l. in Plb.12.19.6 (prob. ἐγγίζοντα).
[Seite 742] sich nähern, Pol. 12, 19, 6.
εἰσεγγίζω: μέλλ. -ίσω, πλησιάζω, ἀμφ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 12. 9, 6, ἔνθα πιθανῶς διορθωτέον ἐγγίζοντα ἢ (κατὰ Reiske) συνεγγίζοντα.
εἰσεγγίζω (Α)πλησιάζω.