ψευδοπάρθενος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ἡ,

   A pretended maid or virgin, Hdt.4.180; as Adj., ψ. ἑταίρα Ach.Tat.8.3.

German (Pape)

[Seite 1395] ἡ, falsche, vorgebliche Jungfrau, Her. 4, 180.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοπάρθενος: ἡ, ψευδὴς παρθένος, Ἡρόδ. 4. 180, ὡς ἐπίθ., ψ. ἐταίρα Ἀχιλλ. Τάτ. 8. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
celle qui se fait passer faussement pour une jeune fille.
Étymologie: ψευδής, παρθένος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
ψευτοπαρθένα («ψευδοπαρθένου ἑταίρας», Αχιλλ. Τατ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + παρθένος.