ψιλαγός

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

German (Pape)

[Seite 1399] die leichten Truppen anführend, ὁ ψιλαγός, Anführer der leichten Truppen, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός τών ψιλών, τών ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -αγός (< ἄγω), πρβλ. ναυ-αγός].