ψυαδικός

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from lumbago, Orib.Fr.73: Lat. psiadicus (i. e. ψοιαδικός for ψυαδικός) Cass.Fel.53. ψῠάδιν, = lumbus, Gloss.

Greek Monolingual

και ψοιαδικός, -ή, -όν, Α ψυάδιν
αυτός που υποφέρει από ισχιαλγίες.