ὁ,
A a howling, Theognost.Can.76.
ὠρυτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἐθρήνησέ τις ὠρυόμενος, Θεογνώστου Κανόν. σ. 75 ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2.
-ή, -όν, Μ ὠρύομαιαυτός τον οποίο θρήνησε κανείς ωρυόμενος.