ἔξαλος
English (LSJ)
ον, (ἅλς B)
A out of the sea, ἔ. ἰχθύς leaping out of the sea, Emp. 117; ἔ. τὸ σκάφος ἀνασπᾶν Luc.Am.8; ἔ. ἀΐσσειν Opp.H.2.593; πληγὴ ἔ. a blow on a ship's hull above water, Plb.16.3.8; τὰ ἔ. τῆς νεώς Luc.JTr.47; rising high out of the water, of islands, Str.17.1.52.
German (Pape)
[Seite 866] aus dem Meere; τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπάσαντες Luc. amor. 8; ἔξαλοι ἀΐσσουσιν Opp. Hal. 2, 593; Ggstz ἔναλος κώπη, Sezt. Emp. adv. math. 7, 414; aus dem Meere hervorragend, Pol. 34, 3; Ggstz ὕφαλος, Luc. Iup. trag. 47; – fern vom Meere gelegen, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξᾰλος: -ον, (ἅλς), ἔξω τῆς θαλάσσης, ἀντίθετον τῷ ὕφαλος, οἱ μὲν οὖν ἐρέται τὸ σκάφος ἔξαλον εἰς γῆν ἀνασπάσαντες Λουκ. Ἔρωτ. 8· ἔξαλοι ἀΐσσουσι Ὀππ. Ἁλ. 2. 593· ἔξαλλον ἔλαβε τὴν πληγήν, ἔλαβε τὸ κτύπημα εἰς τὸ ἔξω τοῦ ὕδατος μέρος τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 8· τὰ ἔξαλα τῆς νεὼς Λουκ. ἐν Διὶ Τραγῳδ. 49. 2) ὁ μακρὰν τῆς θαλάσσης κείμενος, ἐπὶ τόπων, ἐποχετεύεται δὲ τοῖς κοχλίαις τὰ λίαν ἔξαλα Στράβων 819.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 hors de la mer, qui sort de la mer;
2 au-dessus de la mer : τὰ ἔξαλα LUC partie d’un navire au-dessus de la ligne de flottaison, œuvres mortes.
Étymologie: ἐξ, ἅλς¹.
Spanish (DGE)
(ἔξᾰλος) -ον
1 fuera del mar, que emerge, emergido ἔ. ἰχθύς Emp.B 117.2, de peces φέρεται τὸ τρίτον μέρος ἔ. τὸ ζῷον el animal emerge con la tercera parte (del cuerpo) fuera del agua Plb.34.3.3, τὸ σκάφος ἔξαλον ἐς γῆν ἀνασπάσαντες Luc.Am.8, ἡ αὐτὴ κώπη ἔναλος μὲν κεκλασμένη ἔ. δὲ εὐθεῖα el mismo remo quebrado dentro del agua del mar y recto fuera por el fenómeno de la refracción, S.E.P.1.119, cf. M.7.414 ἔξαλοι ἀΐσσουσιν Opp.H.2.593, cf. 5.189, de tierras, islas (γῆν) ... τὴν ἔξαλον, ἐν ᾗ οἰκοῦμεν Str.1.3.4
•neutr. plu. subst. τὰ λίαν ἔξαλα las partes emergentes de las islas, Str.17.1.52.
2 náut. que está sobre la línea de flotación ἐξάλους ἐλάμβανον τὰς πληγάς recibían golpes por encima de la línea de flotación Plb.16.3.12
•neutr. plu. subst., en la construcción de naves τὰ ἔξαλα τῆς νεώς obra viva op. τὰ ὕφαλα ‘obra muerta’, Luc.ITr.48.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔξαλος, -ον) [[άλς, αλός]]
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έξαλα (AM ἔξαλα)
τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη θάλασσα, πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
1. (για σκάφος) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη θάλασσα στην αμμουδιά
2. (για τόπο) εκείνος που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα.