ἐπινήϊος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

ον,

   A on board ship, AP9.82 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 965] auf dem Schiffe, χοροτυπίη Antip. Th. 51 (IX, 82).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήϊος: -ον, (ναῦς, νηῦς) ὁ ἐπὶ τοῦ πλοίου, Ἀνθ. Π. 9. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur un vaisseau.
Étymologie: ἐπί, ναῦς.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπινήιος, -ον)
νεοελλ.
φρ. «επινήιο δικαστήριο» — έκτακτο ναυτοδικείο που εκδικάζει πάνω στο πλοίο σοβαρή αξιόποινη πράξη
αρχ.-μσν.
αυτός που βρίσκεται πάνω στο πλοίο.