επικαρπούμαι

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-όομαι και ἐπικαρπώνομαι
1. (νομ.) έχω ή παίρνω την επικαρπία ενός πράγματος
2. γεν. καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι, νέμομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπούμαι «φέρω καρπό, απολαμβάνω»].