επανεκδίδω

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. εκδίδω εκ νέου ένα έντυπο, δημοσιεύω σε νέα έκδοση
2. επαναλαμβάνω την έκδοση εντύπου, εφημερίδας κ.λπ., η οποία είχε διακοπεί.