ἐπεισπέμπω

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A send in or to, D.C. 67.17.

German (Pape)

[Seite 912] noch dazu hineinschicken, D. Cass. 67, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπέμπω: εἰσπέμπω μετ’ ἄλλον, Μάξιμον ἐξελεύθερον ἐπεσέπεμψε μετὰ τὸν Στέφανον Δίων Κ. 67. 17.

Greek Monolingual

ἐπεισπέμπω (Α)
στέλνω επίσης μέσα.