ἑτερόσχημος, -ον (ΑΜ)μσν.αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα ή μορφήαρχ.αυτός που δεν είναι τακτικός ή κανονικός, ο ακανόνιστος, ο άτακτος («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχημος (< σχήμα), (πρβλ. κακό-σχημος, εύ-σχημος)].