ηχογόνος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός («ηχογόνα σώματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από-γονος, δακρυο-γόνος. Το ουδ. ηχογόνον μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].