-η, -ο1. ελαφρώς ζεστός («το σπίτι αυτό είναι ζεστούτσικο τον χειμώνα»)2. αυτός που έχει λίγο πυρετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + υποκορ. κατάλ. -ουτσικος (πρβλ. γλυκ-ούτσικος, κουτ-ούτσικος)].