θοάς

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

άδος, ἡ, fem. Adj.

   A fleet, swift, prob. in Pi.Fr.107.7.

English (Slater)

θοάς f. adj.,
   1 swift ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.7)

Greek Monolingual

θοάς, -άδος, ἡ (Α) (αμφβλ. γρφ. στον Πίνδ.) αυτή που σπεύδει, η γρήγορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του θοός < θέω].