ιδεαλιστής

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο θηλ. ιδεαλίστρια, η
1. ο οπαδός του ιδεαλισμού
2. αυτός που πιστεύει σε ιδανικά και ρυθμίζει τις επιδιώξεις του ανάλογα με αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το θέμα της (ιδε-), πρβλ. γαλλ. idealiste < γαλλ. ideal (< λατ. ide-lis < idea, πρβλ. ιδέα) + -iste, ενώ ως προς την κατάλ. (-αλιστής) είναι μεταφορά].