ἰδιόκριτος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ον (-κοιτον cod.),= ἰδιόρρυθμος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1236] nach eigenem Urtheil verfahrend, Hesych., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόκρῐτος: -ον, (τὰ Ἀντίγραφα -κοιτον), = ἰδιόρρυθμος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἰδιόκριτος, -ον (Α)
ιδιόρρυθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά-κριτος, ά-κριτος].