καλοχάραγος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και καλοχάραχτος, -η, -ο (Μ καλοχάραγος, -ον)
(για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία χαρακτηριστικά, όμορφος
νεοελλ.
αυτός που έχει χαραχθεί καλά, καλοχαραγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + χαράσσω.