ἰθυφάνεια

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[φᾰ], ἡ,

   A direct incidence of light, κατ' ἰθυφάνειαν Damian.Opt.12:—Adj. ἰθυ-φᾰνής, ές, in phrase κατ' ἰθυφανές,= κατ' ἰθυφάνειαν, ibid.

German (Pape)

[Seite 1246] ἡ, das Gradhineinscheinen des Lichtes, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠφάνεια: ἡ, ἡ κατ’ εὐθεῖαν πρόσπτωσιςλάμψις τοῦ φωτός, Ἡλιοδ. Ὀπτ.

Greek Monolingual

ἰθυφάνεια, ἡ (Α) ιθυφανής
η κατευθείαν λάμψη του ηλίου.