καταλαβαίνω

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

καταλαμβάνω, Μ καταλαβαίνω) αντιλαμβάνομαι, κατανοώ («κάνει πως δεν καταλαβαίνει»
νεοελλ.
φρ. α) «του 'δωσα και κατάλαβε»
i) τον τιμώρησα, τον εκδικήθηκα
ii) έκανα κάτι κατά κόρον
β) «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» — γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.