(AM καταλαλῶ, -έω)κατηγορώ, κακολογώ, συκοφαντώ («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», Πολ.)αρχ.1. διαλαλώ, μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῑς θύραζε ταῡτα καταλαλῶν», Αριστοφ.)2. ενοχλώ κάποιον με τη φλυαρία μου3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον.