ἐθνηδόν

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

Adv.

   A by nations, as a whole nation, LXX 4 Ma.2.19.

German (Pape)

[Seite 720] völkerweise, Ios.

Spanish (DGE)

adv. como nación τοὺς ... τοὺς Σικιμίτας ἐ. ἀποσφάξαντας a los que aniquilaron a los sicimitas como nación LXX 4Ma.2.19, οὐκ ἐ. οἰκοῦντες Sch.Pi.O.10.18a, οὐ μόνον τὸν καθ' ἑκάστον, ἀλλὰ καὶ ἐ. ἅπαντας Olymp.Iob 34.29.

Greek Monolingual

ἐθνηδόν επίρρ. (Α)
εξ ολοκλήρου, σύσσωμο το έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, αληδόν)].