κλινοστρόφιον

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

τό,

   A engine of torture, Agath. 4.1 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κλινοστρόφιον: τό, κολαστήριον ὄργανον, Ἀγάθ. 107Β (Casaub. χειρο-).

Greek Monolingual

κλινοστρόφιον, τὸ (Α)
όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -στρόφιον (< στρόφιον < στρόφος < στρέφω), πρβλ. πηλο-στρόφιον, χειρο-στρόφιον.