κορμάζω

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

   A saw up into logs, D.H.20.15 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

κορμάζω: κόπτω εἰς κορμούς, τεμάχια, Διον. Ἁλ. 20. 6.

Greek Monolingual

κορμάζω (Α) κορμός
κόβω κάτι σε κορμούς, τεμαχίζω, κομματιάζω («ὕλη κορμασθεῑσα κατά μέρη», Διον. Αλ.).