κοίνωμα

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A intercourse, esp. sexual, Dionys.Minor 1, cf. Socr.Ep.35, 36.    2 gloss on δαμώματα, Hsch.    II mortised joint, Ph.Bel.57.19.

German (Pape)

[Seite 1469] τό, Gemeinschaft, bes. eheliche, Plut. Δωρίδος ἐκ μητρὸς Φοίβου κοινώμασι βλαστών, de Alex. fort. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

κοίνωμα: τό, συνουσία, ἰδίως σαρκική, Πλούτ. 2. 338Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
relations intimes.
Étymologie: κοινόω.

Greek Monolingual

κοίνωμα, τὸ (Α) κοινώ
1. ερωτική ομιλία, συνεύρεση, συνουσία
2. σύνδεσμος, αυλακωτός αρμός.