κορκορυγμός

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., of the bowels, Ps.-Luc.Philopatr.3.

Greek (Liddell-Scott)

κορκορυγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
borborygme des intestins ; p. ext. tout bruit sourd, bruit, tumulte d’un combat.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. βορβορυγμός.

Greek Monolingual

κορκορυγμός, ὁ (Α) κορκορυγῶ
υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.).