κοσμοπλάνος

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοπλάνος: ὁ, ὁ πλανῶν τὸν κόσμον, Ἀποστ. Κανόν. 7, 32, τ. 1, σ. 376.

Greek Monolingual

κοσμοπλάνος, ὁ (Α)
αυτός που πλανεύει τον κόσμο, λαοπλάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πλάνος (< πλανῶ), πρβλ. ερωτο-πλάνος, λαο-πλάνος.