κοσμοπλάνος: ὁ, ὁ πλανῶν τὸν κόσμον, Ἀποστ. Κανόν. 7, 32, τ. 1, σ. 376.
κοσμοπλάνος, ὁ (Α)αυτός που πλανεύει τον κόσμο, λαοπλάνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πλάνος (< πλανῶ), πρβλ. ερωτο-πλάνος, λαο-πλάνος.