λαχανιάζω
Greek Monolingual
(Μ λαχανιάζω)
ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά εξελιγμένο και μορφολογικά μεταπλασμένο τ. του ρ λαχανίζω, που χρησιμοποιήθηκε για άλογα τα οποία τρέχουν και βόσκουν στο χορτάρι].