κτάντης

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ου, ὁ, κτείνω)

   A murderer, Dosiad. Ara10.

German (Pape)

[Seite 1517] ὁ, der Mörder, Dosiad. ara 2 (XV, 26).

Greek (Liddell-Scott)

κτάντης: ὁ, φονεύς, Ἀνθ. Π. 15. 26.

Greek Monolingual

κτάντης, ὁ (Α)
φονέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κταν- (πρβλ. -κταν-ον, αόρ. του κτείνω «φονεύω») + κατάλ. -της].