λαίβα

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ἀσπίς, τρίβων, πέλτη, Hsch. λαίγματα· πέμματα, οἱ δὲ σπέρματα, ἱερὰ ἀπάργματα, Id., cf. Cyr., Phot. (λάγμ-);

   A v. λαῖμα.

Greek Monolingual

λαίβα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσπίς, τρίβων, πέλτη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λαιός ΙΙ].