ἀσπίς, τρίβων, πέλτη, Hsch. λαίγματα· πέμματα, οἱ δὲ σπέρματα, ἱερὰ ἀπάργματα, Id., cf. Cyr., Phot. (λάγμ-);
A v. λαῖμα.
λαίβα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἀσπίς, τρίβων, πέλτη».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λαιός ΙΙ].