εὔκομπος
English (LSJ)
ον,
A loud-sounding, εὔκομποι πληγαὶ ποδός, in dancing, E.Tr.152 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1075] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκομπος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit sonore.
Étymologie: εὖ, κόμπος.
Greek Monolingual
εὔκομπος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].