η (Α λευκάκανθα και λευκάκανθος)ονομασία, κοινή σήμερα, ενός είδους του γένους ράμνοςαρχ.είδος κνίκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἄκανθα / ἄκανθος «φυτό με αγκάθια» (πρβλ. πυρ-άκανθα / πολυ-άκανθος)].