λυπίζω (Μ)1. κάνω κάποιον να λυπάται, προξενώ λύπη σε κάποιον2. μέσ. λυπίζομαιλυπάμαι, αισθάνομαι, λύπη για κάποιον ή για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λυπώ, κατά τα ρ. σε -ίζω].