μεγιστεύω

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

   A to be or become very great, ἡ πόλις -εύσει App.Syr. 58.

German (Pape)

[Seite 110] der Größte sein oder werden, App. Syr. 58.

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστεύω: εἶμαι ἢ γίνομαι λίαν μέγας, Ἀππ. Συρ. 58· πρβλ. ἀριστεύω.

Greek Monolingual

μεγιστεύω (Α) μέγιστος
είμαι ή γίνομαι μέγιστος.