ἀκροσαπής, -ὲς (Α)αυτός που αρχίζει να σαπίζει, ο ελαφρά αλλοιωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -σαπὴς < ἐσάπην. σήπομαι].