[Seite 83] äußerst hitzig, Sp.
ἀκρόθερμος: -ον, λίαν θερμός, ἀναφέρεται ἐν Μανουὴλ τοῦ Φιλῆ περὶ Ζ. Ἰδ.
ἀκρόθερμος, -ον (Μ)ο πάρα πολύ ζεστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + θερμός.