αλανάριστος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για το μαλλί) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο άξαστος
2. (για το λινοκαλάμι) ακαθάριστος, αξεφλούδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λαναριστός < λαναρίζω].
-η, -ο
1. (για το μαλλί) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο άξαστος
2. (για το λινοκαλάμι) ακαθάριστος, αξεφλούδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λαναριστός < λαναρίζω].