ἁλυκός
English (LSJ)
ή, όν,
A salt, Hp.Acut.42, Aër.1, Ar.Lys.403, LXX Ge.14.3; brackish, Thphr.HP4.3.5.
German (Pape)
[Seite 110] salzig, Plat. Tim. 65 d u. Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠκός: -ή, -όν, ἁλμυρός, Ἱππ. π. διαί. Ὀξ. 390, Ἀριστοφ. Λυσ. 403, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
salé.
Étymologie: ἅλς².
Spanish (DGE)
(ἁλῠκός) -ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1salado, salino de humores naturales πτύσματα Hp.Acut.42, φλέγματα Pl.Ti.86e, cf. 65e, χυμοί Praxag.Cous 22, cf. Phylotim.9, δάκρυ Call.Fr.313, ἱδρώς Thphr.Sud.4.
2 salado, salobre del mar y aguas minerales, Hp.Aër.1, cf. Arist.Pr.934a30, ὕδατα Ps.Dicaearch.1.27, νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκόν Ar.Lys.403, ὁ ἁ. ζάψ Simm.11, τὴν φάραγγα τὴν ἁλυκήν el barranco salado, el mar Muerto LXX Ge.14.3, ἁ. θάλασσα LXX De.3.17, Nu.34.3
•subst. τὸ ἁ. la salinidad del mar, Plu.2.913c, ὁ ἁ. el mar, EM 948, cf. ἁλύκη Hsch.
3 salado, sazonado con sal ῥοφήματα, σιτία Hp.Aff.40, ὕδωρ Arist.HA 574a8, οἶνος Thphr.Od.48, τιμῆς τυρῶν ἁλυκῶν BGU 14.4.22 (III d.C.)
•subst. τὰ ἁ. alimentos salados, salazones Hp.Epid.7.68
•ἡ ἁ. salazón ζύτου καὶ ... ἁλυκῆς de cerveza y salazón, BGU 1069.ue.9 (III d.C.), cf. PLond.1393.36, ἁλυκῆς τάλαντα ɛ̄ para el aprovisionamiento de tropas POxy.2567.21 (III d.C.) en BL 6.110, cf. SB 9232.3.
II salado, saleroso, chistoso αὐτοσκώμματα Alciphr.3.7.2.
English (Strong)
English (Thayer)
(ή, salt (equivalent to ἁλμυρός): Aristophanes) Plato, Tim., p. 65e.; Aristotle, Theophrastus, others.)
Greek Monolingual
ἁλυκός, -ή, -όν (Α)
1. αλμυρός
2. ο λίγο αλμυρός, υφάλμυρος, γλυφός
3. «Ἁλυκὴ θάλασσα», στην Π. Διαθήκη η Νεκρά θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς το -υ- του θ. δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα
πιθ. να οφείλεται σε επίδραση της λ. ἁλμυρός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλυκάτος, ἁλυκεία, ἁλυκίς, ἁλυκότης, ἁλυκώδης
νεοελλ.
αλυκή].