ἀμφίνοος

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A looking at both sides, Δημόκριτος Timo46.

German (Pape)

[Seite 141] von zwei Seiten überlegend, bedachtsam, λέσχης heißt Demokrit bei Tim. Phlias. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίνοος: -ον, ὁ νοῶν τι ἀμφοτέρωθεν, ὅ ἐ. ἀγχίνους, συνετός, πολύτροπος, Δημόκριτον… ἀμφίνοον λέσχην Τίμων παρὰ Δ. Λαερτ. ΙΧ. 40.

Spanish (DGE)

-ον
que piensa cosas contradictorias Δημόκριτον ... ποιμένα μύθων, ἀμφίνοον λεσχῆνα Timo 46.

Greek Monolingual

ἀμφίνοος, -ον (Α)
πολυμήχανος, πολύτροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + νόος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινοέω.