ἀμφιβληστρεύω

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A catch with a nct, Aq.Is.51.20 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 136] mit dem Netze fischen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιβληστρεύω: ἀγρεύω δι’ ἀμφιβλήστρου, Ἀκυλ. Π. Δ.

Spanish (DGE)

cazar con red ὡς ὄρυξ ἠμφφληστρευμένος Aq.Is.51.20.

Greek Monolingual

ἀμφιβληστρεύω (Α)
ψαρεύω με πεζόβολο ή αθίβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον.