ἀμφιπερικτίονες

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ων, οἱ,

   A dwellers all around, Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.

German (Pape)

[Seite 141] οἱ, die ringsumher Wohnenden, Theogn. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπερικτίονες: -ων, οἱ, οἱ περιοικοῦντες, Καλλῖν. 1. 2, Θέογν. 1058· πρβλ. ἀμφικτίονες, περικτίονες.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
pueblos asentados en torno, vecinos Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.

Greek Monolingual

ἀμφιπερικτίονες, οι (Α)
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περικτίονες < περί + κτίονες < κτίζω
πρβλ. και ἀμφυκτίονες].