αναδεξιμιός
Greek Monolingual
ο και αναδεξίμι, το (θηλ. -ιά) (Μ ἀναδεξιμαῑος)
1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κάποιος κατά το βάπτισμα από την κολυμπήθρα, βαφτιστήρι, βαφτισιμιός
2. αυτός που παντρεύθηκε, σε σχέση με τον κουμπάρο που αλλάζει τα στέφανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀναδεξιμαῖος < αόρ. ἀνεδεξάμην του ἀναδέχομαι.