ανεμιαίος
Greek Monolingual
ἀνεμιαῑος, -ον (Α) ανεμία
1. μάταιος, κενός, ανυπόστατος
2. φρ. α) «ἀνεμιαῑον ᾠόν» — αβγό άγονο, που η κότα το γέννησε χωρίς να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό
β) «ἀνεμιαῑον κύημα» — ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι.
ἀνεμιαῑος, -ον (Α) ανεμία
1. μάταιος, κενός, ανυπόστατος
2. φρ. α) «ἀνεμιαῑον ᾠόν» — αβγό άγονο, που η κότα το γέννησε χωρίς να γονιμοποιηθεί από τον πετεινό
β) «ἀνεμιαῑον κύημα» — ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογγάστρι.