αντόμνυμι
Greek Monolingual
ἀντόμνυμι (Α)
1. ορκίζομαι και ο ίδιος
2. (νομ. όρ. στο Αττ. Δίκ.) ορκίζομαι, ως κατήγορος, ότι οι κατηγορίες μου θα είναι αληθείς ή, ως κατηγορούμενος, ότι θα απολογηθώ με ειλικρίνεια.
ἀντόμνυμι (Α)
1. ορκίζομαι και ο ίδιος
2. (νομ. όρ. στο Αττ. Δίκ.) ορκίζομαι, ως κατήγορος, ότι οι κατηγορίες μου θα είναι αληθείς ή, ως κατηγορούμενος, ότι θα απολογηθώ με ειλικρίνεια.